20 Δεκεμβρίου 2015

Ρητίνη....χωριό 1200 κατοίκων 23 χιλιόμετρα από την Κατερίνη

Η Ρητίνη, έδρα και μοναδικός οικισμός της Τοπικής Κοινότητας Ρητίνης του διευρυμένου Δήμου Κατερίνης, είναι ένα χωριό του Νομού Πιερίας. Η απόστασή της από την Κατερίνη είναι 23 χιλιόμετρα. Κατά την απογραφή του 2011 είχε πληθυσμό 1.138 κατοίκους.

Από το 1999 έως το 2010 απετέλεσε έδρα του Δήμου Πιερίων, με τη Ρητίνη να είναι ο παλαιότερος οικισμός του δήμου ο οποίος δεν έχει μετεγκατασταθεί όπως οι άλλοι δύο οικισμοί του δήμου (Βρία και Ελατοχώρι). Από 1ης Ιανουαρίου 2011 εντάχθηκε στο νέο Δήμο Κατερίνης.Φιλοξενεί το σύνολο των δημοσίων και δημοτικών υπηρεσιών καθώς και τις περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις που είναι στο δήμο. Στη Ρητίνη υπάρχει ΚΕΠ, μονοθέσιο[1] νηπιαγωγείο, εξαθέσιο Δημοτικό και Γυμνάσιο, Αγροτικό Ιατρείο και δύο Πολιτιστικοί Σύλλογοι. Ο κεντρικός ναός είναι της Αγίας Τριάδας. Το χωριό έχει Δημοτικό Γήπεδο, που είναι και έδρα της τοπικής ομάδας (Μακεδόνες Πιερίων) η οποία αγωνίζεται στη Β΄ Ερασιτεχνική. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η Μονή του Αγίου Γεωργίου, η οποία απέχει 3 χλμ. από τη Ρητίνη. Λίγο πριν την είσοδο στο χωριό υπάρχει το Μετόχι του Προφήτη Ηλία του Θεσβίτη.

Φυσική γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρητίνη είναι η έδρα και το μεγαλύτερο χωριό του Δήμου Πιερίων με πληθυσμό 2.000 κατοίκους. Είναι χτισμένη στους πρόποδες των Πιερίων, σε υψόμετρο 550 μέτρων, με καταπληκτική θέα προς την πεδιάδα της Κατερίνης, τις ψηλές κορφές του Ολύμπου, το Θερμαϊκό κόλπο ως την Χαλκιδική και τη θάλασσα του Αιγαίου. Πίσω από το χωριό στα δυτικά βρίσκεται μια από τις ψηλές κορυφές των Πιερίων, η «Αβδέλα» (2.049 μ.), ενώ σε υψόμετρο 1680 μ. το ορειβατικό καταφύγιο της Σαρακατσάνας. Λίγο πιο ψηλά, στη θέση «κούρασμα» στη διαδρομή για την κορυφή «Λεπούσι», μπορεί κανείς να διακρίνει τα οροπέδια των Σερβίων και της Κοζάνης καθώς και το φράγμα του ποταμού Αλιάκμονα. Το χωριό έχει πάρει το όνομα του από την εκμετάλλευση της ρετσίνης των πεύκων που υπήρχαν στην περιοχή. Η πρώτη του ονομασία ήταν «Ρητίνια».

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του χωριού από ανατολικά
Σύμφωνα με μαρτυρίες ο οικισμός υπάρχει στην περιοχή τουλάχιστον από το 1600, χρόνο κτίσης της εκκλησίας της Κοίμησης Θεοτόκου που βρισκόταν στη θέση της σημερινής ομώνυμης εκκλησίας.Σε διάφορες περιοχές του οικισμού και κυρίως στην ανατολική παλιά συνοικία υπάρχουν ακόμη δείγματα παλιών πέτρινων διώροφων σπιτιών.
Λίγο πιο πάνω από το χωριό, στα «Καστανωτά», υπάρχει ένας μικρός παραδοσιακός οικισμός, η «Παλιόχωρα» (900μ.), ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες των κατοίκων, ήταν το πρώτο χωριό, που εγκαταλείφθηκε και ξαναχτίστηκε αργότερα στο σημείο που βρίσκεται σήμερα.
Επί Τουρκοκρατίας το χωριό ήταν τσιφλίκι Τούρκου μπέη που διέμενε στη Βέροια. Οι κάτοικοι αγόρασαν το τσιφλίκι και το μετέτρεψαν σε κεφαλοχώρι. Μέχρι το 1929 που έγινε η πρώτη επίσημη απαλλοτρίωση του κτήματος του μπέη, η μέτρηση και αποτύπωσή του από κρατικό συνεργείο, κανείς δεν είχε γη στην κατοχή του.
Η περιοχή αυτή ήταν το καταφύγιο των Ελλήνων κλεφτών και αρματολών σε όλες τις εποχές των ανταρσιών από τον δέκατο όγδοο αιώνα μέχρι την ένδοξη είσοδο του ελληνικού στρατού το 1912. Κατά τον Μακεδονικό αγώνα του 1905-1906 εναντίον των Ρουμανοβουλγάρων το χωριό «Ρητίνια» υπήρξε το κρησφύγετο των Ελλήνων ανταρτών με τους οποίους συνεργάστηκαν οι φιλοπάτριδες Ρητινιώτες. Το μοναστήρι του Άγιου Γεωργίου ήταν το επιχειρησιακό κέντρο και τόπος συνάντησης και φιλοξενίας των ένοπλων σωμάτων. Από τη Ρητίνη κατάγονταν οι Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί Γεώργιος Θωμόπουλος (καπετάν Γκόγκος) και Βασίλειος Θωμόπουλος καθώς και ο πανεπιστημιακός, ιστορικός και εξέχον μέλος του ΙΜΧΑ και της ΕΜΣΣτέφανος Ι. Παπαδόπουλος (1929-1992)[2].
Σύμφωνα με στοιχεία της δεκαετίας του '30, το Δημοτικό Σχολείο του χωριού της εποχής εκείνης είχε 3 δασκάλους και 210 παιδιά.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με την γεωργία, την κτηνοτροφία, την υλοτόμηση και, τα τελευταία χρόνια, με τον χειμερινό τουρισμό και με συναφείς επιχειρήσεις. Είναι φιλόξενοι και βαθιά θρησκευόμενοι, όπως μαρτυρούν οι πολλές εκκλησίες, τα εκκλησάκια και το ιστορικό μοναστήρι του Αη Γιώργη που κτίστηκε γύρω στα 1500 μ.Χ. σύμφωνα με τις τοιχογραφίες που υπάρχουν.
Ειδικότερα η γεωργία βασίζεται στην καλλιέργεια καπνού. Μάλιστα, όταν τελειώσει η συλλογή των φύλλων του καπνού, οι αγρότες κάνουν γλέντι, που το ονομάζουν "Κριτσμάς"

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μετόχι του Προφήτη Ηλία του Θεσβίτη, που βρίσκεται λίγο πριν την είσοδο στη Ρητίνη.
Μέσα στο χωριό υπάρχουν δυο μεγάλες εκκλησίες : της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Αγίας Τριάδας , δίπλα στα παλιά νεκροταφεία ο Άγιος Αθανάσιος και ανατολικά ο μονόχωρος ναός του Αγίου Γεωργίου. Έξω από το χωριό, προς τα βόρεια και στα αριστερά του δρόμου για το Ελατοχώρι, υπάρχει η εκκλησία της «Παλαιοπαναγίας». Βορειοανατολικά του χωριού βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, ενώ λίγο νοτιότερα το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Στη θέση της «Παλιόχωρας» έχει αναστηλωθεί ο ιερός ναός του Αγίου Κωνσταντίνου. Υπάρχουν επίσης πολλά εκκλησάκια όπως το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στην είσοδο του χωριού, ο Αϊ Νικόλας, και η Αγία Βαρβάρα στην έξοδο του. Αξιόλογο κτίσμα είναι και το παλιό σχολειό δίπλα στο Δημαρχείο που έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα στην περιοχή των Πιερίων.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα στο χωριό όλους τους μήνες του χρόνου. Έτσι, την ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού έπειτα από την πανηγυρική Θεία Λειτουργία ακολουθούν παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια στο προαύλιο της εκκλησίας που γιορτάζει από ηλικιωμένους του χωριού και τα χορευτικά τμήματα του ΚΑΠΗ και του Πολιτιστικού Συλλόγου Ρητίνης. Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος γίνεται τοπικό πανηγύρι. Τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου γίνεται λαϊκό γλέντι και την επομένη ημέρα λαμβάνει χώρα το έθιμο του καψίματος της ρόκας. Στο έθιμο αυτό γυναίκες χορεύουν τον διπλωτό χορό (δύο σειρές ενωμένες με τα χέρια χιαστί), τραγουδώντας τραγούδια της γιορτής. Η μεγαλύτερη προπορεύεται με τη ρόκα γνέθοντας μαλλί. Σε κάποια στιγμή η ρόκα πιάνει φωτιά και ακολουθεί κυνηγητό και διάλυση του χορού. Το έθιμο ανάγεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας και σε τέχνασμα, που όπως πιθανολογείται, μηχανεύτηκαν οι γυναίκες για να πετύχουν τη σωτηρία των αιχμαλώτων αγωνιστών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΜΗ ΓΡΑΦΕΤΕ GREEKGLISH !