16 Οκτωβρίου 2018

Οι Ελληνίδες του '40



Της Ανθούλας Ναούμη
Η μεγάλη Εθνική Επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940, που γιορτάζει ο Ελληνικός λαός με δοξολογίες, ομιλίες και παρελάσεις, αποτελεί την πιο δοξασμένη σελίδα της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας.

Ο Σύλλογός μας διοργανώνει την αποψινή εκδήλωση, για να τιμήσει τους γενναίους που έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος» και έγραψαν εκείνο το έπος, θέλοντας συγχρόνως και να επισημάνει τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν και οι Ελληνίδες στον πόλεμο αυτό.

Θα μου επιτρέψετε όμως να κάνω μια σύντομη αναφορά για το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός, στο «θαύμα του ΄40», γιατί πραγματικά πρόκειται για ένα θαύμα. Το είπαν αυτοί που το έζησαν ως τέτοιο, το είπαν και αυτοί που δεν βρήκαν άλλους λόγους να το εξηγήσουν, παρά ως ένα θαύμα.


Ακόμη και ξένοι ανταποκριτές, αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, όπως ο Τσώρτσιλ, ο ΄Ηντεν, ακόμη και ο Γκράτσι, μα και ο ίδιος ο Χίτλερ μίλησαν με τα πιο κολακευτικά λόγια και εξύμνησαν τον ηρωισμό, το θάρρος των στρατιωτών μας, έδωσαν υποσχέσεις που φυσικά ποτέ τους δεν τήρησαν και ομολόγησαν ότι μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, τώρα θα λέμε ότι «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».

Ένα θαύμα! Πώς μπόρεσε αλήθεια; Πώς τα ΄βαλε αυτή η φτωχή χώρα με τα 45 εκατομμύρια των Ιταλών και τα 8 εκατομμύρια των λογχοφόρων στρατιωτών τους;

Η απάντηση είναι μία. Η πίστη στο Θεό και στον δίκαιο αγώνα, η λεβεντιά των στρατιωτών μας, η βοήθεια της Υπερμάχου Στρατηγού, που ευλογούσε καθ΄όλη τη διάρκεια του πολέμου τον αγώνα και ακόμη η ομοψυχία και η ενότητα του λαού.

Η άνανδρη προσβολή της Μεγαλόχαρης την ημέρα της γιορτής της στις 15 Αυγούστου στην Τήνο, όταν οι Ιταλοί βύθισαν την «ΕΛΛΗ», το «ΟΧΙ» του Ι.Μεταξά στον Ιταλό επιδρομέα, έδωσαν το εγερτήριο σάλπισμα.

Ανέκαθεν οι Έλληνες πήγαιναν στον πόλεμο σαν σε πανηγύρι. Έτσι και την αυγή της 28ης Οκτωβρίου άρχιζε ένα γλέντι, ένα ξεφάντωμα που όμοιό του είχε χρόνια να το ζήσει η πατρίδα. Οι στρατιώτες πιασμένοι μέσα κι έξω από τα τραμ, ανεβασμένοι πάνω στα τρένα μόνο στον πόλεμο δεν έλεγες ότι πηγαίνουν.


Με τα χέρια σηκωμένα ψηλά, τα δίκοχα ν΄ανεμίζουν καθώς χαιρετούσαν, με τα πρόσωπά τους φωτισμένα απ΄τα χαμόγελα που σκόρπιζαν, νόμιζες ότι πήγαιναν σε πανηγύρι. Τραγούδια, ζητοκραυγές, χειροκροτήματα και αλλαλαγμοί από τα πλήθη, καθώς τους χαιρετούσαν για το μέτωπο.

Έτσι άρχισε ο πόλεμος κατά των Ιταλών. Με μια θαυμαστή ομοψυχία, μ΄ένα ιερό ενθουσιασμό για προσφορά στον «Υπέρ πάντων αγώνα», Έλληνες και Ελληνίδες, νέοι και ώριμοι, άνδρες και παιδιά, άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης, έδιναν το παρόν στον γενικό ξεσηκωμό και βροντοφώναζαν με το δικό τους τρόπο ο καθένας το «ΟΧΙ».

Η μικρή Ελλάδα με φτωχά πολεμικά μέσα, με λιγοστά εφόδια, με παμπάλαιο οπλισμό, με λιγοστά κανόνια και λιγότερα αεροπλάνα, νίκησε τα εκατομμύρια των πάνοπλων Ιταλών, που διέθεταν όλα τα σύγχρονα πολεμικά μέσα της εποχής εκείνης.


Τα ιταλικά στρατεύματα εκδιώχθηκαν απ΄το ελληνικό έδαφος και σε λίγες μέρες ο ένδοξος ελληνικός στρατός ελευθέρωνε την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, τους Αγίους Σαράντα, τη Χειμάρα, το Τεπελένι, την Πρεμετή. Παντού κυμάτιζε η ελληνική σημαία και υποδέχονταν όλοι τους νικητές μ΄ένα ακράτητο ενθουσιασμό.

Στην εφημερίδα του Μετώπου «ΟΧΡΙΣ» διαβάζουμε τούτους τους στίχους:

Η μάνα βγήκε στο στρατί και φώναζε τον γιό της.

Ευχή σου δίνω διάβαινε ψηλά στην Αλβανία.

Να πολεμήσεις τον εχθρό με πείσμα, με μανία.

Μη φοβηθείς γιατί είναι πολλοί

Στα πάνλευκα ντυμένη θα πολεμά η Παναγιά, που ΄ναι τραυματισμένη.

Την είδα ολοζώντανη με τη γλυκιά μορφή της.

Ο ελληνικός στρατός έγραψε την πιο ένδοξη ιστορία του.
Κάτω απ΄τη σκέπη της Παναγιάς που συνεχώς ευλογούσε τον στρατό μας, η Ελλάδα νίκησε. Σταμάτησε τις ορδές ολόκληρων αυτοκρατοριών, που σκορπούσαν τον πανικό στην Ευρώπη και αυτό όχι με την υπεροπλία της, αλλά με τα ηρωικά στήθη και τις ατρόμητες καρδιές των παιδιών της. Αναπτέρωσε το φρόνημα των υπόδουλων λαών της Ευρώπης και έδωσε καιρό προετοιμασίας στους συμμάχους, με αποτέλεσμα τη συντριβή του ΑΞΟΝΑ Γερμανίας-Ιταλίας.


Τι κι αν πλήρωσε με χιλιάδες θύματα το τόλμημά της; Έσωσε την εθνική τιμή και δίδαξε στους κατατρομαγμένους λαούς της Ευρώπης, ότι η θυσία είναι το μεγαλύτερο αγαθό παρά η νίκη. Όμως όσα κι αν γράφονται, όσα κι αν λέγονται κάθε χρόνο για την 28η Οκτωβρίου του ΄40, δεν είναι ποτέ πολλά για να υμνήσουν την ημέρα που ήταν το ξεκίνημα της πιο δύσκολης και της πιο τιμημένης εποχής του νεώτερου Ελληνισμού.

Δεν ήταν μόνο οι ήρωες που ξεπήδησαν στην Πίνδο στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας, στα οχυρά της Μακεδονίας και της Θράκης, στην Κρήτη, στη θάλασσα, στον αέρα, στις πόλεις που βομβάρδιζαν. Το ηρωικό στοιχείο πότισε όλους τους Έλληνες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.


Σαν κινηματογραφική ταινία ας περάσουν από μπροστά μας τοπία-σκηνές, γεγονότα που συνέβησαν πάνω στα Ηπειρώτικα βουνά και ας ζήσουμε για λίγο τις συνθήκες κάτω απ΄τις οποίες έζησαν, πολέμησαν, μεγαλούργησαν οι ήρωές μας. Είναι αφηγήσεις, ζωντανές μαρτυρίες αξιωματικών και στρατιωτών, που εκτός των άλλων αναφέρονται με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη στις γυναίκες της Πίνδου.

Ο Άγγελος Τερζάκης συγγραφέας-ιστορικός, αναφέρει μερικές από τις σκηνές των μαχών. Όταν άρχισε η μάχη της Πίνδου, οι ιταλικές πυροβολαρχίες εκτόξευσαν σφοδρότατους βομβαρδισμούς εναντίον των ελληνικών θέσεων. Η Πίνδος σειόταν από ισχυρές δονήσεις εκρήξεων, οι βράχοι ανατινάζονταν σε συντρίμια. Οι Ιταλοί επιτίθονταν με λύσσα και σκληρές μάχες διεξάγονταν σώμα με σώμα. Οι δυσκολίες αφάνταστες. Ο καιρός άσχημος. Η βροχή έπεφτε βαριά μέσα στη νύχτα και χιόνια σκέπαζαν τις κορφές.


Οι Έλληνες φαντάροι πολεμώντας όλη τη μέρα, πολλές φορές ήταν νηστικοί και μουσκεμένοι ως το κόκαλο. Τα μουλάρια βαρυφορτωμένα με πυροβόλα και πυρομαχικά γλιστρούσαν στους κακότοπους και γκρεμίζονταν στις βαθιές χαράδρες. Τα μέσα διαβιβάσεων δεν λειτουργούσαν κανονικά. Τα πυρομαχικά είχαν τελειώσει. Στο υψόμετρο των 2.400 μ. οι μισοί άνδρες της διμοιρίας Δαβάκη που το υπερασπίζονταν, είχαν πάθει ψύξη. Τα χέρια τους είχαν κρυσταλλιάσει.


Δεν μπορούσαν να κρατήσουν όπλα. Ένας λοχίας ανέφερε ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να μιλήσει. Οι άλλοι κείτονταν στο χιόνι. Η κατάσταση απελπιστική. Σ΄αυτές τις δύσκολες στιγμές φάνηκε η ανεκτίμητη προσφορά της γυναίκας. Ταπεινές και άσημες χωριάτισσες τρέξανε και χωρίς να το ζητήσει κανείς δόθηκαν ολόψυχα σ΄αυτόν τον μεγάλο αγώνα. Άφησαν τα χωριά και τα σπίτια τους κι έτρεξαν να βοηθήσουν τους φαντάρους μας.


Τους έδωσαν τρόφιμα, ρούχα, κουβέρτες και κουράγιο. Τους ακολούθησαν στην κοπιαστική πορεία ως την Πρώτη γραμμή, ως τη φωτιά της μάχης. Φορτώθηκαν τα κιβώτια με τις σφαίρες και τις οβίδες και τα κουβάλησαν περνώντας ρέματα κι απόκρημνους βράχους, για να φτάσουν στην ώρα τους εκεί που έπρεπε. Ακόμα και δρόμους καθάριζαν για να περνούν οι εφοδιοπομπές.

Η εφημερίδα «ΠΡΩΪΑ» στις 28-2-1941 ανέφερε την εξής ομολογία ενός αξιωματικού: «Τη μεγαλύτερη συγκίνηση της ζωής μου, μου την έδωσαν με τα πιο απλά μέσα οι γυναίκες των χωριών της Ηπείρου. Είχαν μάθει ότι θα περνούσαν νοσοκομειακά αυτοκίνητα από τα χωριά τους και κατέβηκαν στο δρόμο κρατώντας πίτες, πορτοκάλια, γλυκά, ρακί και δάφνες του βουνού.

Σταματούσαν τ΄αυτοκίνητά μας και μας μοίραζαν τα καλά τους, λέγοντάς μας: έχουμε κι εμείς παιδιά στον πόλεμο. Με την ευχή της Παναγίας και με τη νίκη»

Ακόμη οι γυναίκες της Πίνδου μετέφεραν τραυματίες απ΄το πεδίο της μάχης στα μετώπισθεν. Τους έδεναν τις πληγές τους, τους έλεγαν λόγια παρηγοριάς και θάρρους. Κάθε τραυματίας φαντάρος έβλεπε στο βασανισμένο πρόσωπο της Ηπειρώτισσας, το πρόσωπο της μάνας, της γυναίκας, της αδελφής.


Πολλές απ΄αυτές πότισαν με το τίμιο αίμα τους την άγρια γη της Ηπείρου. Οι γυναίκες της Πίνδου βοήθησαν με πολλούς τρόπους το στρατό μας. Έβλεπες γυναίκες να κρατούν καλάθι, να΄χουν από πάνω αυγά, τυρί και το μαλλί που έγνεθαν, ενώ από κάτω ήταν γεμάτο πολεμοφόδια. Η γυναίκα της Πίνδου έγινε θρύλος. Στάθηκε δίπλα στους στρατιώτες και είναι ένας απ΄τους κυριότερους παράγοντες της νίκης. Η μάχη όμως δεν δόθηκε μόνο στην Πίνδο και στα βουνά της Αλβανίας, αλλά και στα μετόπισθεν.


Στην Αθήνα μάλιστα συνέβη κάτι καταπληκτικό. Άλλαξε η ζωή της γυναίκας. Είναι αφάνταστη η κοινωνική μεταβολή που πραγματοποιήθηκε σ΄αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, στη ζωή ιδιαίτερα των κοσμικών γυναικών. Μερικές απ΄αυτές ζώντας μέχρι τότε στις ανέσεις και στην ξέγνοιαστη ζωή με κοσμικές συγκεντρώσεις και χαρτοπαίγνια, τώρα με την έναρξη του πολέμου ήσαν έτοιμες για κάθε θυσία. Είχαν απαρνηθεί τον εαυτό τους.


Δεν λογάριαζαν κόπους και κινδύνους. Όπως προαναφέρθηκε στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας το χιόνι ήταν ο πιο φοβερός εχθρός των φαντάρων μας. Χρειαζόταν μάλλινα για να θωρακιστούν από το δριμύτατο ψύχος. Οι βελόνες πλεξίματος ήταν από τα μεγάλα όπλα των Ελληνίδων. Όλες οι Ελληνίδες από τις γερόντισσες μέχρι τα μικρά κορίτσια, πλούσιες ή φτωχές, έπλεκαν νύχτα και μέρα ακούραστα.


Χιλιάδες χέρια στα σαλόνια, στις φτωχογειτονιές, στους δρόμους, παντού. Έπλεκαν κάλτσες, πουλόβερ, γάντια. Τα πλεκτά έφθαναν στο μέτωπο και οι φαντάροι τα φορούσαν με συγκίνηση και χαρά. Τους έφερναν τη ζεστασιά της αγάπης προς τα μετώπισθεν. Ο Μωραϊτης ύμνησε την προσφορά τους με το ποίημα «Ελληνίδες»

Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει

Και ξενυχτάει δουλεύοντας για την πατρίδα

Κι ενώ σκυμμένη πλέκει

Έχει ψηλά το μέτωπο η Ελληνίδα

Και τα βελόνια γίνονται σπαθιά,

Που βγαίνουν από τη χρυσή τους θήκη,

Ν΄αγωνιστούνε με τον νιό πολεμιστή

Και πλέκουν ως τη χύχτα τη βαθιά

Κι είν’ άσωστη κι ατέλειωτη η κλωστή

Όσο και η νίκη

Οι Ελληνίδες εργάστηκαν σε όλους τους τομείς δράσης. Αρκετές νέες κοπέλες εργάζονταν ως τραυματιοφορείς. Δεν ήταν αυτό το επάγγελμά τους. Ήταν κορίτσια από κάθε κοινωνική τάξη. Τις ελεύθερες ώρες άφηναν τη δουλειά τους, τα σπίτια τους, για να υπηρετήσουν την πατρίδα τους.


Πολλές έμειναν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών για να δέχονται τους τραυματίες. Πολύτιμη ήταν η προσφορά των αιμοδοτριών, που πρόσφεραν το αίμα τους για τις μεταγγίσεις στους τραυματισμένους φαντάρους. Το νέο αίμα έδινε ζωή, υγεία και δύναμη σ’ εκείνους που το έχυναν πολεμώντας τον εχθρό.

Με την έναρξη του πολέμου δημιουργήθηκαν ομάδες ψυχαγωγίας από κυρίες και δεσποινίδες. Πήγαιναν στα Νοσοκομεία και ψυχαγωγούσαν τους τραυματίες με τραγούδια και απαγγελίες. Τους μοίραζαν βιβλία, έγραφαν γράμματα και τους έφερναν σε επαφή με τις οικογένειές τους. Τα πολεμικά τραγούδια της εποχής προκαλούσαν σκιρτήματα ενθουσιασμού στους φαντάρους και σε όλο τον ελληνικό λαό.

Ιδιαίτερα τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο είχαν μεγάλη απήχηση. Πώς να μην ενθουσιάζεται ο κόσμος στο άκουσμα: «Στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλοι να’ρθετε ξανά με της νίκης τα φτερά».

Σε στρατιωτικά Νοσοκομεία και Νοσοκομεία Μετώπου, σε σταθμούς περίθαλψης, σε υγειονομικούς σταθμούς, με διαδρομές κάτω από αδιάκοπους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, πολλές βρήκαν τραγικό θάνατο σε ώρες υπηρεσίας, όπως συνέβη όταν βομβαρδίστηκε το Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ακόμα και στους τραυματίες Ιταλούς έδειχναν την καλοσύνη τους με τις περιποιήσεις τους, γι αυτό και πολλοί απ’ αυτούς το ανεγνώριζαν λέγοντας «γκράτσιε τάντο» ευχαριστώ πολύ.

Σημαντική ήταν η προσφορά των Ελληνίδων και στην κοινωνική εργασία, που εκτελούσε η Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ίδρυσε Πρόνοια Στρατευμένων, στην οποία εργάστηκαν 2.500 κυρίες και δεσποινίδες εθελοντικά.

Περίπου 61.000 οικογένειες βοηθήθηκαν είτε σε τρόφιμα, είτε προσφέροντας εργασία, είτε σε αποστολή βιβλίων, γραμμάτων και δεμάτων στο Μέτωπο.

Έτσι πολέμησαν οι Ελληνίδες του ΄40. Με την πίστη και την αρετή τους συντέλεσαν στη δημιουργία του θαύματος της ΝΙΚΗΣ των ΕΛΛΗΝΩΝ.

Καιρός λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας για μια ακόμη φορά, ότι όσες φορές λαός και άρχοντες συμπορεύθηκαν χωρίς το εθνοκτόνο μικρόβιο της διχόνοιας, η πατρίδα μας γνώρισε ημέρες δόξας και μεγαλείου. Αυτό ας αποτελέσει οδηγό και σήμερα στις κρίσιμες μέρες που διέρχεται το Έθνος μας. Όσο για τις Ελληνίδες της Πίνδου και του '40, τιμή τους πρέπει κι ευγνωμοσύνη. Αλλά και σε όλες τις Ελληνίδες όλων των εποχών που δείχνουν το δρόμο της αγάπης και του καθήκοντος υποκλινόμεθα βαθειά.


http://gnomikilkis.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΜΗ ΓΡΑΦΕΤΕ GREEKGLISH !